Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παιηοσύνη — παιηοσύνη, ἡ (Α) [παιήων, ονος] η θεραπευτική τέχνη, η ιατρική … Dictionary of Greek
Παιηοσύνη — healing art fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)